κοινωνισμός

κοινωνισμός
ο социализм; коммунизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κοινωνισμός" в других словарях:

  • κοινωνισμός — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινων ισμός (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ισμός ως απόδοση τού γαλλ. social isme) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ισμός (πρβλ. εθνικ ισμός, κομμουν ισμός). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»